- αλουλούδιστος
- -η, -ο [λουλουδίζω]1. αυτός που δεν έχει άνθη, που δεν άνθησε, δεν έβγαλε λουλούδια2. αυτός που δεν δοκίμασε χαρές στη ζωή του3. (για γραπτό ή προφορικό κείμενο) αυτός που δεν είναι διανθισμένος με καλολογικά στοιχεία, ποιητικές φράσεις, εικόνες ή αλληγορίες, λιτός, άχαρος, φτωχός.
Dictionary of Greek. 2013.